6.12.23

Άρθρο για την αστυνομική βία της Ιωάννας Ρίζου

Η αστυνομική βία δομικό στοιχείο του συστήματος

Ιωάννα Ρίζου, μέλος της ΚΕΔΔΑ και του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων

 15 χρόνια από τον Δεκέμβρη ‘08

«Αυτή η σφαίρα δεν έπεσε τυχαία, κάτω τα χέρια από τη νεολαία!», ήταν ένα από τα συνθήματα που κυριάρχησε στην εξέγερση του Δεκέμβρη και τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή, Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον Ειδικό Φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα. Φέτος, συμπληρώνονται 15 χρόνια από τότε και ο Αλέξης θα ήταν μόλις 30 ετών.

Στις παρακάτω γραμμές αποδεικνύεται πως, πράγματι, το όπλο του Κορκονέα δεν εκπυρσοκρότησε τυχαία, ενώ η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου δεν ήταν ένα «μεμονωμένο περιστατικό». Αυτό, άλλωστε, διαπίστωσε σχετική έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας για το 2022 που παρουσίασε ο Συνήγορος του Πολίτη (όχι δηλαδή κάποιο έντυπο-ανακοίνωση αριστερής ή αναρχικής συλλογικότητας). Σύμφωνα με την έκθεση, τα περιστατικά αστυνομικής βίας / αυθαιρεσίας είναι πάμπολλα και συνήθως γίνονται εις βάρος των νεότερων ηλικιών, αλλοδαπών, Ρομά και γυναικών. Στις ίδιες διαπιστώσεις κατέληξε και σχετικό πόρισμα της Διεθνούς Αμνηστίας για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα για το έτος 2022-2023, το οποίο αναφέρεται στις διαρκείς καταγγελίες για παράνομη χρήση βίας κατά ειρηνικών διαδηλωτριών/τών, για επαναπροωθήσεις προσφυγισσών/ύγων και μεταναστριών/ών κ.ο.κ.

Αρκετά από τα περιστατικά αστυνομικής βίας έχουν καταλήξει σε δολοφονίες. Ο κατάλογος των θυμάτων της κρατικής βίας είναι μεγάλος. Τα πλέον πρόσφατα θύματα της αστυνομικής βίας είναι οι Ρομά Χρήστος Μιχαλόπουλος, Κώστας Φραγκούλης και Νίκος Σαμπάνης, όπως και ο 58χρονος Κώστας Μανιουδάκης στα Χανιά. Εάν πλάι στις δολοφονίες αυτές προσθέσουμε τις αμέτρητες καταγγελίες για βασανιστήρια και επιθέσεις, καθίσταται σαφές πως η αστυνομική βία «ήρθε για να μείνει»… Τουλάχιστον, μέχρι ο λαός και η νεολαία να ξαναβγούν επιθετικά στο προσκήνιο, όπως έκανε και τον Δεκέμβρη του ’08.

Δεκαπέντε χρόνια μετά τον Δεκέμβρη η αστυνομία συνεχίζει να βασανίζει και να δολοφονεί, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και της αυταρχικής θωράκισης του κράτους

Αν σε κάποιο συμπέρασμα οδηγούν τα πολλαπλά περιστατικά παραβατικότητας των αστυνομικών, αυτό είναι ότι η κρατική βία αποτελεί δομικό στοιχείο του σύγχρονου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού, των σύγχρονων αστικών κρατών και των κυβερνήσεων τους, οι οποίες ποντάρουν σε αυτή ως «όπλο» διακυβέρνησης και καταστολής των κοινωνικών αντιδράσεων. Παρότι, αδιαμφισβήτητα, η αστυνομική βία ασκείται σε διαφορετική ένταση και με διαφορετικές εκφάνσεις ανάλογα με την περίοδο, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «βίτσιο» κάποιας αυταρχικής, δεξιάς κυβέρνησης, ούτε κάποιου μεμονωμένου υπουργού. Μάλιστα, όσο οξύνεται το κοινωνικό ζήτημα ή ξεσπούν κρισιακά γεγονότα (π.χ. οικονομική κρίση – πανδημία), τόσο το σύστημα –ανεξαιρέτως χρωματισμού κυβέρνησης- «μαθαίνει» από αυτά και θωρακίζεται ενόψει τυχόν επόμενων. Ειδικά οι κινηματικές εξεγέρσεις «αξιοποιούνται» από το κράτος ως διδάγματα ώστε να οχυρωθεί (κατασταλτικά και νομικά) σε ανώτερο βαθμό στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.

Ενδεικτικό είναι πως στην Ελλάδα, μετά την εξέγερση του ’08 και τους αγώνες του ’12-15, το νομικό οπλοστάσιο «για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας» αναβαθμίστηκε, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Πιο πρόσφατο στοιχείο αποτελεί η επικείμενη αλλαγή του Ποινικού Κώδικα, η οποία ακολουθεί το δόγμα των αυστηρότερων ποινών και προβλέπει την υποχρεωτική έκτιση μέρους των ποινών που υπερβαίνουν το ένα έτος και που θα επιβάλλονται ακόμη και για πλημμελήματα. Η διάταξη αυτή στοχεύει (κυρίαρχα) τους αγωνιστές του κινήματος.

Πέραν όμως, από τις νομικές αλλαγές, τα σώματα ασφαλείας τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκαν και πρακτικά, τόσο με προσλήψεις προσωπικού (και μάλιστα με ιδιαίτερα «ανοιχτά» κριτήρια) όσο και με δαπάνες εκατομμυρίων για εξοπλισμούς και «έκτακτες» οικονομικές ενισχύσεις των οργάνων τους, ενδεικτικά θυμίζουμε το 600άρι που δόθηκε λίγο μετά τη δολοφονία Φραγκούλη.

Ειδικά στην περίοδο της πανδημίας η αστυνομία είχε την «τιμητική» της… Η πλήρης στήριξη που έδειξε η κυβέρνηση στα αστυνομικά όργανα –στη λογική «το κράτος είστε εσείς» και η απουσία μίας ισχυρής αντιπολιτευτικής γραμμής που να καταγγέλλει το όργιο αστυνομικού ελέγχου της καθημερινότητας του λαού, οδήγησε στον ξυλοδαρμό πολίτη στη Νέα Σμύρνη τον Μάρτιο του 2021. Στην υπόθεση, μάλιστα, αυτή οι αστυνομικοί παρουσίασαν στο Δικαστήριο, ότι ο πολίτης ήταν μέλος αναρχικής συλλογικότητας (ανυπόστατος ισχυρισμός δια στόματος Κυρανάκη), ότι «είχε συμμετάσχει σε συγκέντρωση στήριξης του Κουφοντίνα» αλλά και ότι πριν το περιστατικό συγκέντρωση στο σημείο πραγματοποιούσε ο… ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Φυσικά, υπό την κοινωνική πίεση, το Γ’ Πλημμελειοδικείο Αθηνών υιοθέτησε την πρόταση της εισαγγελέα της έδρας και έκρινε ομόφωνα ένοχους τους δύο από τους τρεις αστυνομικούς που είχαν εμπλακεί στο περιστατικό.

Και μετά το πέρας της πανδημίας, όμως -σε περίοδο «κανονικότητας» αυτή τη φορά- η αστυνομία συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στη δημόσια επικαιρότητα. Μόλις τον φετινό Ιούλιο, ένας 20χρονος πρόσφυγας από τη Συρία έπεσε νεκρός από πυρά αστυνομικών επειδή δεν σταμάτησε σε σήμα για έλεγχο. Ο αστυνομικός  –που φυσικά αφέθηκε ελεύθερος– ισχυρίστηκε πως σκόνταψε με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει το όπλο του. Σε ένα παρόμοιο περιστατικό, λίγους μήνες αργότερα αυτή τη φορά στα Χανιά, ο 58χρονος Κώστας Μανιουδάκης άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου. Η αστυνομία ισχυρίστηκε πως πέθανε λόγω «προϋπάρχοντος προβλήματος υγείας». Η οικογένειά του όμως, όπως και η τοπική κοινωνία καταγγέλλουν βασανιστήρια και ξυλοδαρμό από τους αστυνομικούς.

Δεν είναι όμως μόνο οι κρατικές δολοφονίες, οι επαναπροωθήσεις, οι ξυλοδαρμοί προσφύγων, η εμπλοκή αστυνομικών ως δραστών σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και γυναικοκτονιών, ο βασανισμός και ενίοτε η «εξαφάνιση» κρατούμενων σε αστυνομικά τμήματα. Αυτό που συνοδεύει διαρκώς την αστυνομική αυθαιρεσία είναι η ατιμωρησία! Όταν οι δράστες εγκλημάτων είναι αστυνομικοί απολαμβάνουν της πλήρης επιείκειας των δικαστικών αρχών. Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα της προαναφερθείσας έκθεσης του Συνηγόρου του Πολίτη: «Από τις 113 υποθέσεις [αστυνομικής αυθαιρεσίας] που έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας, αναγνωρίστηκε πειθαρχική ευθύνη μόνο σε 16». Όπως αποδεικνύεται, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει υποδείξει πολλάκις παραβιάσεις πειθαρχικών μέτρων σε διάφορες υποθέσεις όπου έχει καταγγελθεί αστυνομική αυθαιρεσία. Στην συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων αυτών, οι φάκελοι δεν έχουν ξανανοίξει ούτε από την αρμόδια αστυνομική υπηρεσία ούτε από το υπουργείο. Μόνο για το έτος 2022, ο Συνήγορος του Πολίτη κατήγγειλε πως τα πειθαρχικά όργανα της ΕΛΑΣ αρνήθηκαν να διερευνήσουν τέσσερις υποθέσεις, ακόμα και όταν αυτό καταγγέλθηκε στον ίδιο τον Υπουργό. Η «αναλγησία» του κράτους όταν πρόκειται για πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν αστυνομικούς δεν αποτελεί «μεμονωμένο» φαινόμενο, καθώς η αρχειοθέτηση υποθέσεων λόγω «πρακτικής αδυναμίας περαιτέρω συμπλήρωσης της πειθαρχικής έρευνας» έχει γίνει κανόνας.

Το κουκούλωμα και η ατιμωρησία των αστυνομικών, μάλιστα, παρατηρείται ακόμα και στις πιο «κραυγαλέες» περιπτώσεις. Ο δολοφόνος του Αλέξη, Κορκονέας, αποφυλακίστηκε μετά τη χορήγηση του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου, ενώ ο δολοφόνος του 17χρονου Ρομά Χρήστου Μιχαλόπουλου, αφέθηκε ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα. Την ίδια στιγμή, αγωνιστές και αγωνίστριες που βαρύνονται με πολύ πιο «ελαφριές» κατηγορίες δέχονται πολύ πιο αυστηρούς περιοριστικούς όρους, ενώ πολλοί εξ αυτών καταλήγουν να καταδικάζονται.

Τα παραπάνω κάνουν και τον πιο δύσπιστο να αναρωτιέται: Τελικά, «ποιον» προστατεύει η αστυνομία και από «τι»; Μία αποκαλυπτική απάντηση δίνει το ΕΛΙΑΜΕΠ, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, ένα από τα πιο αντιδραστικά think tank του κεφαλαίου, με χρηματοδότηση προερχόμενη σε μεγάλο βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από διάφορους ιδιώτες όπως τον Μυτιληναίο και το Ίδρυμα Ωνάση και μέλη του διάφορους πανεπιστημιακούς αλλά και τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ως «Επικεφαλής του Προγράμματος Εθνικής Ασφάλειας». Σε μία δημοσίευση του εν λόγω ιδρύματος, λοιπόν, με τίτλο Σχεδιάζοντας τη «Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας» – Προκλήσεις και Προοπτικές, αναφέρεται χαρακτηριστικά το εξής: «Η παρατεταμένη περίοδος πόλωσης και κοινωνικών εντάσεων-αντιδράσεων, κυρίως από νέους, δημιουργεί ένα περιβάλλον ριζοσπαστικοποίησης που μπορεί να οδηγήσει σε ενδεχόμενη κλιμάκωση βίαιων επεισοδίων, τα οποία στην πιο αρνητική τους εκδοχή μπορούν να λάβουν τη μορφή του βίαιου εξτρεμισμού και των καταστροφών, όπως τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008». Με βάση την παραπάνω διαπίστωση, το ΕΛΙΑΜΕΠ καταλήγει στην ανάγκη εκπόνησης μια εθνικής στρατηγικής εσωτερικής ασφάλειας, «για την κατά το συντομότερο δυνατό επιστροφή στην κανονικότητα, μετά από μία κρίση/καταστροφή/έκτακτο περιστατικό, αλλά και για την απρόσκοπτη λειτουργία των βασικών λειτουργιών και των κρίσιμων υποδομών του κράτους».

Επιθετικές διεκδικήσεις απέναντι στην αστυνομοκρατία

 Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 πυροδοτήθηκε από ένα περιστατικό αστυνομικής βίας. Παρότι, από νωρίς, πήρε ευρύτερα πολιτικά χαρακτηριστικά, τα αιτήματα για δημοκρατικές – λαϊκές ελευθερίες παρέμειναν κυρίαρχα. Η εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξη φανέρωσε τον εγκληματικό χαρακτήρα της αστυνομίας πλατιά στην κοινωνία. Τότε, το κίνημα κατάφερε να ανοίξει μία έντονη δημόσια συζήτηση όπου τα αντικατασταλτικά αιτήματα είχαν σημαντικό αντίκτυπο. Δεκαπέντε χρόνια μετά είναι σαφές πως τα εγκλήματα της ΕΛΑΣ κατά του λαού και της νεολαίας συνεχίζονται με αμείωτο –εάν όχι με αυξανόμενο– ρυθμό. Το ανεκπλήρωτο καθήκον της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να ιχνηλατήσει μία αλυσίδα αιτημάτων, τα οποία θα ενοποιήσουν το κίνημα ώστε να τα παλέψει στο «τώρα», παραμένει επιτακτικό.

Στην κατεύθυνση αυτή, αιτήματα που οχύρωσαν το κίνημα σε προηγούμενες φάσεις και κατάφεραν να πιέσουν το κράτος, πρέπει να τεθούν ξανά στο προσκήνιο. Μία πρώτη ιχνηλάτηση αυτών προσφέρει η ΚΕΔΔΑ (Κίνηση για τις Ελευθερίες, τα Δημοκρατικά Δικαιώματα, την Αλληλεγγύη). Όπως σημειώνει σε διακηρυκτικό της κείμενο η Κίνηση παλεύει για: Απόκρουση – ανατροπή της κλιμακούμενης αστυνομικής βίας και κρατικής τρομοκρατίας, του μόνιμου κράτους έκτακτης ανάγκης. Κατάργηση των ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΔΕΛΤΑ και όλων των δυνάμεων καταστολής διαδηλώσεων, καθώς και του συνδικαλιστικού της Ασφάλειας. Απομάκρυνση της αστυνομίας από τις διαδηλώσεις και τις διαδικασίες του μαζικού κινήματος. Παύση της παρακολούθησης και της εισόδου αστυνομικών με πολιτικά στις κινητοποιήσεις. Επανακατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου. Παύση των παρακολουθήσεων των δραστηριοτήτων και των γραφείων των πολιτικών και μαζικών συλλογικοτήτων, των εφημερίδων και των αγωνιστών του κινήματος. Κατάργηση όλης της λεγόμενης «αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας» και των νόμων που καταργούν στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα.

Φυσικά, τα αιτήματα από μόνα τους δεν λένε πολλά… Το 2008 ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, ζήταγε να καταργηθούν τα ΜΑΤ γιατί –όπως έλεγε– λειτουργούν σαν «παρακρατικές συμμορίες». Οκτώ χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απαγόρευε τις διαδηλώσεις κατά της επίσκεψης Ομπάμα και διαδηλωτές συγκρούονταν με τα… ΜΑΤ. Ταυτόχρονα, λοιπόν, με τα αιτήματα πάλης πρέπει να παλεύεται και μία γραμμή σύγκρουσης με λογικές περί «εκδημοκρατισμού της αστυνομίας», τις οποίες ανέκαθεν ο ΣΥΡΙΖΑ αναμασούσε πριν τελικά αναιρέσει ακόμα και αυτές. Η αποκάλυψη του δομικού ρόλου της αστυνομίας στην αστική κοινωνία, ως «υπασπιστή» του κεφαλαίου και εχθρού του λαού, τίθεται αναγκαία προϋπόθεση ώστε τα αντικατασταλτικά χαρακτηριστικά να «ριζώσουν» βαθιά εντός του κινήματος.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Πριν