Και η απόφαση αυτή αναδεικνύει δύο σοβαρότατα ζητήματα στον τρόπο απονομής και το περιεχόμενο της παρεχόμενης «δικαιοσύνης» :
α) Ότι ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και περιεχομένου νομοθεσίας, δηλαδή και πριν και μετά το νόμο Χατζηδάκη, οι δικαστικές προσφυγές με τις οποίες ζητείται η κήρυξη απεργίας παράνομης και καταχρηστικής γίνονται δεκτές στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Πρόκειται για μια πρακτική η οποία πραγματικά δικαιολογεί την πεποίθηση ότι η δικαστική εξουσία αντιλαμβάνεται ότι πρωταρχική αποστολή του θεσμικού της ρόλου είναι να καταστέλλει τα δικαιώματα όσων απεργούν και συνδικαλίζονται.
β) Ότι σε αντίθεση με τους ρυθμούς διεξαγωγής όλων των άλλων υποθέσεων, επειγουσών και μη, όταν ζητείται η κήρυξη απεργίας παράνομης ή καταχρηστικής, δεν υπάρχει ωράριο στα δικαστήρια (αργία ή νύχτα), οι αγωγές κατατίθενται και εκδικάζονται μέσα σε ελάχιστες ώρες, οι αποφάσεις εκδίδονται και επιδίδονται αμέσως. Η ταχύτητα των δικαστηρίων εκδηλώνεται μόνο για τα αυτόφωρα και για την κήρυξη απεργιών παράνομων και καταχρηστικών.
Ο ευτελισμός της απονομής δικαιοσύνης σε διατεταγμένη υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης οφείλει να οδηγήσει σε σοβαρούς προβληματισμούς για την τακτική των συνδικαλιστικών ενώσεων, που παρά τις κατά καιρούς αλλαγές στους συσχετισμούς τους, οι ηγεσίες τους δεν μπόρεσαν ή και δεν θέλησαν να αποκρούσουν αυτήν την πρακτική.
Όσον αφορά το κίνημα, με τη δύναμη των πρωτοβάθμιων σωματείων και τις αποφάσεις που εξήγγειλαν τα ίδια για απεργιακές κινητοποιήσεις την ίδια μέρα, επέβαλε στην ΑΔΕΔΥ την κήρυξη 3ωρης στάσης, ώστε να πραγματοποιηθεί η καθολική κινητοποίηση σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Γίνεται φανερό για την υπεράσπιση του δικαιώματος της απεργίας, η λύση είναι μία και μόνη, οι αγώνες στα χέρια των εργαζομένων και των σωματείων τους έξω από κάθε θεσμική αυταπάτη.
Οι νόμοι καταργούνται στα πεζοδρόμια!