20.4.22

Φασισμός, ακροδεξιά και ο θάνατος των εννοιών του Γιάννη Μυκονιάτη

Πριν από λίγες μέρες κατά την ομιλία του Ουκρανού Προέδρου Ζελένσκι στην ελληνική βουλή προκλήθηκαν έντονες αντιδράσεις από το γεγονός ότι επέλεξε να παρουσιάσει βίντεο στα οποία μιλούσαν δύο μαχητές ελληνικής καταγωγής του τάγματος Αζόφ, μίας μονάδας των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων που είναι γνωστή για τις ακροδεξιές και ναζιστικές της αντιλήψεις. Το παράδοξο στην όλη υπόθεση βέβαια είναι πως στην τοποθέτησή του, το μέλος του Αζόφ ισχυρίστηκε πως ο παππούς του πολέμησε τους Ναζί Γερμανούς όπως ο ίδιος τώρα πολεμάει τους Ναζί Ρώσους. Όντας μέλος ενός νεοναζιστικού τάγματος. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι λόγω του πολέμου δεν είναι παράλογο αυτά τα όρια να είναι πιο θολά, ειδικά από την στιγμή που το Αζόφ ως γνωστό έχει παίξει κομβικό ρόλο στην μάχη της Μαριούπολης. Το πρόβλημα ωστόσο με την σχετικοποίηση των εννοιών και ειδικά όταν μιλάμε για κάτι τόσο επικίνδυνο όπως ο φασισμός είναι αρκετά πιο σύνθετο.

Το ζήτημα δεν έχει να κάνει με ιστορικούς ή θεωρητικούς ορισμούς της έννοιας του φασισμού. Είναι γνωστό πως ο φασισμός ιστορικά αποτέλεσε μια ιδιαίτερη και την πιο επιθετική μορφή που μπορεί να πάρει ένα αστικό κράτος σε περιόδους έντονης κρίσης που τα εργατικά, λαϊκά, επαναστατικά κινήματα δεν μπόρεσαν να δώσουν εναλλακτικές απαντήσεις. Μια τομή σε σχέση με την παραδοσιακή αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία όπου την θέση της πάλης των τάξεων και του κοινωνικού ανταγωνισμού αντικαθιστά η οργανική και απόλυτη ενότητα του έθνους. Κομβικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η σμιτιανή έννοια του εχθρού. Σύμφωνα με τον Καρλ Σμιτ, γερμανό φιλόσοφο και θεωρητικό του ναζισμού η ορθή αρχιτεκτονική ενός πολιτεύματος προϋποθέτει την υποβάθμιση του πλουραλισμού  όσο και την συγκέντρωση υπερεξουσιών στα χέρια ενός ισχυρού ηγέτη ο οποίος θα είναι σε θέση να εγγυηθεί την ενότητα του έθνους ώστε να πάψει η εξουσία να δεσμεύεται από κάθε είδους πολιτικά και θεσμικά αντίβαρα. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται από την πλευρά τη εξουσίας να δημιουργηθεί ένα αφήγημα, μια απειλή γύρω από την οποία πρέπει να υπάρξει συσπείρωση για να μπορέσει αυτή να αντιμετωπιστεί. Το πιο κλασικό παράδειγμα ήταν η στοχοποίηση των Εβραίων, των Ρομά, των ομοφυλόφιλων από το ναζιστικό καθεστώς.

Έχουν όμως κάποια αξία όλα αυτά ως αναλυτικά εργαλεία για το σήμερα; Γιατί  αν δει κανείς την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα στον πόλεμο της Ουκρανίας θα δει από την μία πλευρά έναν εβραϊκής καταγωγή πρόεδρο που ηγείται ναζιστικών ταγμάτων και από την άλλη έναν Χριστιανό ορθόδοξο που στον στρατό του συμμετέχουν με κομβικό ρόλο μουσουλμάνοι Τσετσένοι. Και οι δύο κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως φασίστες. Στην εποχή της μετά-αλήθειας όπου το σημαίνον μπορεί να αποσυνδεθεί ολοκληρωτικά από το σημαινόμενο οι έννοιες χάνουνε κάθε αξία. Έτσι, όπως ο ακροδεξιός Αζοφίτης μπορεί να ισχυρίζεται ότι πολεμάει τον ναζισμό, το ίδιο μπορεί να ισχυρίζεται και Βλαντιμίρ Πούτιν ενώ την ίδια στιγμή ο πρώτος πρόεδρος της αυτοαποκαλούμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέσκ, Πάβελ Γκουμπάρεφ,  ήταν στα νιάτα του μέλος νεοναζιστικής οργάνωσης. Την ίδια στιγμή όμως που ο φασισμός μπορεί να σχετικοποιείται σε τέτοιο ακραίο βαθμό, η ατζέντα του σε μεγάλο βαθμό κανονικοποιείται και υιοθετείται από τα σύγχρονα κράτη. Το 2015 για παράδειγμα στο πρόγραμμα της Χρυσής Αυγής για την μετανάστευση διαβάζαμε τα εξής: «να προβλέπεται μεταφορά τους σε ειδικούς χώρους κράτησης μακράν των κατοικημένων τόπων της ελληνικής επικράτειας όπου οι συνθήκες δεν θα ομοιάζουν με ξενοδοχείο 5 αστέρων». Τι διαφορετικό έκαναν διαχρονικά όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστριών ή τα δολοφονικά pushbacks στο Αιγαίο; Χάρη στην πλήρη κανονικοποίηση του ακροδεξιού και φασιστικού λόγου, δυνάμεις όπως η Λεπέν στην Γαλλία, ή ο Σαλβίνι στην Ιταλία φαντάζουν πλέον mainstream και ρεαλιστική επιλογή για σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου ως εναλλακτική λύση διαχείρισης.

            Όλα αυτά δεν σημαίνουν όμως πως έχουμε τελειώσει με τον φασισμό όπως τον ξέραμε. Αν κάτι μας έδειξαν τα τελευταία χρόνια η διαχείριση κρίσεων όπως η πανδημία, οικονομικές, πολεμικές, περιβαλλοντικές κλπ είναι ότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το τι ποιότητες θα πάρουν μελλοντικά οι κρατικές μορφές διαχείρισης. Τα πράγματα είναι πιο ρευστά από ποτέ. Και αν για κάτι μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι κομμάτια του κεφαλαίου δεν θα διστάσουν να στηρίξουν ξανά φασιστικές λύσεις όπως έκαναν τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν όταν κρίνανε ότι αυτό αποτελεί την καλύτερη επιλογή για αυτούς.

            Ποιος λοιπόν μπορεί σήμερα να αντιμετωπίσει τον φασισμό όποια μορφή και αν παίρνει αυτός; Η ιστορία έχει δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις. Πριν η Χρυσή Αυγή καταδικαστεί από τα αστικά δικαστήρια, είχε ήδη τεθεί στο κοινωνικό περιθώριο από το μαζικό κίνημα σε όλες τις εκφάνσεις του με πολύμορφους τρόπους από πορείες και κοινωνικές εκδηλώσεις μέχρι μπλοκάρισμα κάθε προσπάθειας των φασιστών να εμφανιστούν στην δημόσια σφαίρα. Αλλά για να έχουν μακροπρόθεσμα νόημα τέτοιες νίκες,  ο φασισμός θα πρέπει να νικηθεί παντού, στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς και το σημαντικότερο ίσως στην νοοτροπία των ανθρώπων. Και για να νικηθεί στην νοοτροπία των ανθρώπων θα πρέπει απέναντι στην βασική αρχή του φασισμού που λέει ότι «εχθρός είναι ο διπλανός μου, η μετανάστρια, το διαφορετικό» να επικρατήσουν οι αξίες της αλληλεγγύης, της ισότητας, της οργάνωσης, του διεθνισμού, της αντίληψης ότι μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς κοινωνική εκμετάλλευση. Το ποια από τις δύο τάσεις θα επικρατήσει όμως τελικά είναι κάτι που μένει να το δούμε.

 Γιάννης Μυκονιάτης, δικηγόρος, μέλος του Συντονιστικού της ΚΕΔΔΑ